- δρουβάνι
- τοειδικό δοχείο ή ασκί μέσα στο οποίο ταράζουν το οξύγαλα για να αποχωρίσουν το βούτυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουρβάνι — και δρουβάνι, το και δουρβάνα, η 1. το ξύλινο βαρέλι μέσα στο οποίο χτυπούν το γάλα για να αποχωριστεί το βούτυρο 2. εργαλείο με το οποίο χτυπούν το γάλα … Dictionary of Greek